- αζωικός
- -ή, -ό(γεωλ.), συνήθως στη φράση «αζωικός αιώνας» ή «αζωική περίοδος», γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη ζωή στη Γη: Ο αζωικός αιώνας κράτησε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.