αζωικός

αζωικός
-ή, -ό
(γεωλ.), συνήθως στη φράση «αζωικός αιώνας» ή «αζωική περίοδος», γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη ζωή στη Γη: Ο αζωικός αιώνας κράτησε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αζωικός — ή, ό 1. η μη ύπαρξη ζωικού κόσμου 2. μτφ. ο στερούμενος ζωικών απολιθωμάτων, ο αρχαϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερητ. + ζωικός*, πρβλ. αγγλ. azoic] …   Dictionary of Greek

  • αζωικός αιώνας — Παλαιότερη ονομασία του αρχαιοζωικού ή ηωζωικού αιώνα …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”